- εκπορθητικός
- η , ό[ν]1) захватывающий, овладевающий; 2) грабящий, опустошающий; разоряющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκπορθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εκπόρθηση («εκπορθητικοί ελιγμοί») … Dictionary of Greek